- εξειλώ
- ἐξειλῶ, -έω (AM) [ειλώ]1. ανοίγω («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.)2. μέσ. ἐξειλοῡμαιξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῡ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)3. απομακρύνομαι, ξεκόβω.
Dictionary of Greek. 2013.